Με συγκίνηση και περηφάνεια για τους Γερολατσίτες, πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για τον Δρα Κωνσταντίνο Γ. Γιαγκούλλη, με αφορμή την έκδοση των δύο νέων του βιβλίων.
Η εκδήλωση διεξήχθη στο Μουσείο Εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και διοργανωτές ήταν ο Δήμος Στροβόλου, ο Όμιλος Φίλων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Στροβόλου, ο Όμιλος Λογοτεχνίας και Κριτικής και οι Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου. Έγινε με αφορμή την έκδοση των δύο νέων βιβλίων του « τα ποσπορούδκια» όπως τα αποκαλεί ο ίδιος. Ο «Σύλλαβος μελετών για τον Βασίλη Μιχαηλίδη» και τα «Διτζίμια Γραψιμάτου».
Πέραν των άλλων ομιλητών, αντιφώνηση πραγματοποιήσε και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής.
Όπως αναφέρουν χωριανοί του, η εκδήλωση αφορούσε τιμή και εκτίμηση στο ανεκτίμητο και πολύτιμο έργο του, τιμή για την Κύπρο και το χωριό. “Ο Δήμος Στροβόλου τίμησε για το συνολικό του Έργο και ιδιαίτερα για τα νέα του συγγράμματα για την ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη και τα ΔΙΤΣΙΜΙΑ ΓΡΑΨΙΜΑΤΟΥ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν μια συγκινητική βραδιά, με αποκορύφωμα την αντιφώνηση του Δρ Γιαγκουλλή, όπου διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του, ΔΙΤΣΙΜΙΑ ΓΡΑΨΙΜΑΤΟΥ, για το Γερόλακκο, με στεντόρια φωνή γεμάτη συγκίνηση.Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν αυτοβιογραφικα στοιχεία με πολλές αναφορές στο Γερόλακκο και τους χωριανούς μας” καταλήγουν αναφορές από την Μαρία Κυπριανού σε σελίδες αφιερωμένες στην κοινότητα.
Σύμφωνα με αναφορές στο διαδίκτυο,”ο Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής γεννήθηκε στον Γερόλακκο το 1943. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Φιλοσοφία, και υπηρέτησε σε διάφορες βαθμίδες την εκπαίδευση. Παρουσιάζει ένα πλούσιο και πολυσχιδές συγγραφικό έργο σε θέματα κυπριακής λογοτεχνία, γλώσσας, προφορικής ποίησης και θεάτρου σκιών.
Παντρεύτηκε την Μαρία Πίπη από το Αργάκι και κατοικούσε τα τελευταία χρόνια πριν την εισβολή στην Μόρφου”.
Αξίζει πάντως να διαβαστούν τα όσα έγραψε ο ίδιος σε αναρτήσεις του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, έχοντας μια σκωπτική και αυτοσαρκαστική διάθεση:
Τούντο «καλοτάξιδον» τσ̆αι τούντο «ευπώλητον», που ακούω τσ̆αι δκιαβάζω κάχα λλίον του λλιού, καχόλου, μα καχόλου, εν με συγκινούν, ούτε τα γυρίζει ο στόμας μου, όπως ελάλεν τσ̆’ ο μακαρίτης ο Πέσ̆ογγες, ‘πού τον Άιν Γρόσιν. «Καλοτάξιδον», ιμίσ̆ιμου! Αμμ’ αρώτα με τσ̆’ εμέναν, να χαρείς! Χαρκέσαι πως έφτυσα γαίμαν να σε γράψω, «βιβίλιόν» μου, τσ̆’ είχα την έγνοιαν σου, να μεν έσ̆εις καχόλου αΐπιν, για να μεν ακούεις άρκον τα ‘πομούσουρα του μνιου τσ̆αι τ’ άλλου, χαρκέσαι, λοιπόν, πως έγραψά σε μόνον τσ̆αι μονού για χωρκοΰρκα, περιπάτους τσ̆αι καλά ταξίδκια (bon voyage) ή τσ̆αι ξάπλαν πα’ στους πατούς των βιβλιοθηκών;
Όι, μάνα μου! Εγιώνη εν το θέλω «καλοτάξιδον» το βιβλίον μου! Θέλω το μόνον νάν’ καλοδκιάβαστον, ας έν’ τσ̆αι ‘πού σ̆έριν του σ̆ερκού, ρκάσιμον τσ̆’ ωφελίσιμον! Μόνον να δκιαβαστεί θέλω τσ̆αι να ‘φελέσει! Τα άλλα αναδκιούν μου μυρώδκια μπακκαλλίσιμα!
Και:
‘Σηκώστην ‘πού την στρώσην του, ‘πού σίερα παπλώματα, ‘πού σίερα κρεβάδκια, των ογδόντα τριών γρονών, τσ̆’ έβκην να τραουδήσει, σαν παίδκιος είκοσι γρονών, ‘πέρκαλλος σγοιον τσ̆αι πρώτα, στην τσ̆υπριώτιτσ̆ην λαλιάν, την πολλοφουμισμένην. Ομπρός του είσ̆εν υπουρκόν, πίσω του λας του τόπου, ‘πουπανωθκιόν του ‘πίσκοπον, ‘πού τού ‘καμναν αλάιν!
Θε(γ)έ μου, βάρ’ την σ̆έραν σου, να φύει το ‘ποσκότιν τσ̆αι να χαράξει μονομνιάς στην Τσ̆ύπρον μας ξηφώτιν!