Η Κ. Ερατώ, σήμερα 93 ετών, υποδέχτηκε την ομάδα «Νικητάρι, το χωριό μας» σε ένα σπίτι γεμάτο παραδοσιακά κεντήματα, φωτογραφίες και πίνακες που αντικατοπτρίζουν την ιστορία του τόπου.
Στη διάρκεια της συζήτησης, μοιράστηκε αναμνήσεις από τα χρόνια του Αγώνα της ΕΟΚΑ, όταν η οικογένειά της φιλοξενούσε αντάρτες, ρισκάροντας τη ζωή της για την ελευθερία της Κύπρου.
Η αφήγηση αναδεικνύει τις θυσίες και τις δυσκολίες της εποχής, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τον αγώνα και την αντίσταση. Οι μαρτυρίες αυτές παραμένουν ζωντανές, προσφέροντας σημαντικά διδάγματα για τις νεότερες γενιές.
Αυτούσια η ανάρτηση:
Βρήκαμε την κ. Ερατώ στο σαλόνι της να πλέκει δαντέλα για ένα τραπεζομάντηλο. Ο χρόνος μοιάζει να σταμάτησε. Παραδοσιακά κεντήματα, παλιές φωτογραφίες και παραδοσιακοί πίνακες κοσμούν τους τοίχους του σπιτιού της.
Η κ. Ερατού βρίσκεται στα βαθιά γεράματα της και έτσι θέλαμε να μιλήσουμε μαζί της, για να μας πει τη δική της ιστορία για τα χρόνια που φιλοξενούσε (έκρυβε) στο σπίτι της αντάρτες της ΕΟΚΑ.
Η κ. Ερατού προσπάθησε να θυμηθεί κάποιες πληροφορίες για να τις καταγράψουμε. Κρατήσαμε την κυπριακή διάλεκτο για να είναι πιο αυθεντικό το κείμενο.
Και η ιστορία ξεκινά…
▪️Η οικογένεια
Η κ.Ερατώ είναι γέννημα του 1932, 93 χρονών.
Αρχίζει: Ήταν δύο αυλάδες δαμέ. Η μία ήταν της αδερφής μου τζαι εγοράσαμε την γιατί,μετά που εμακαρίστην ο πατέρας μου, ο γαμπρός μου και η αδερφή μου πήγαν στα Σπήλια. Εγώ τον πατέρα μου εν τον αθυμούμαι. Ήμουν τριών χρονών που επέθανε. Τες εννιά του (μνημόσυνο των 9 ημερών) έκλεισα 3 χρονών τζιαι εκείνη την μέρα έκλαια και ήθελα κολλυβόσπορο και εβάλαν μου μέσα στην κουππούα (ελάλε μου τα και εμένα η μάνα μου, εν τζαι αθυμούμαι τα) και είπαν μου κάτσε χαμέ να τα φάεις. Ο γαμπρός μου έπιασεν την αρφή μου τζαι επήαν στα Σπήλια διότι εν εμπορούσεν να ακούει την μάνα μου να κλαίει. Ελαλούσαν του γαμπρού μου έννεν καλά που έκαμες τζαι έφυες τζ’ άφηκες την πεθερά σου με τρία μωρά.
Ο πατέρας μου ήταν ο Στέλιος Σαμμούτης τζαι η μάνα μου η Στέλλα. Είχα έναν αδερφό δαμέσα παντρεμένο, τον Χαμπή τον Σαμμούτη. Τα αδέρφια μου ήταν ο Χαμπής (παντρεμένος με την Ιουλία), ο Αλέξανδρος (εκάθετουν στη Βυζακιά), ο Γιώργος (Λευκωσιά), δούλευε στο στρατό και μετά έφυγε για την Αγγλία και η αδερφή μου η Παναγιώτα (σύζυγος της ο Σπύρος όπου διέμεναν στα Σπήλια).
Ο άντρας μου ήταν που τα Σπήλια. Χρίστος Αλεξάνδρου το επίθετο του. Μας πάντρεψαν με προξένια. Η μάνα μου εφώναζε ότι είμαι μιτσιά αλλά ήταν καλός άνθρωπος τζαι έτσι μας επάντρεψαν. 14 χρονών εχαρτώσαν με και 17 εγέννησα τον γιό μου. Ο άντρας μου έρεσσε με 10 χρόνια.
▪️Η ζωή στο χωριό
Εγιώ επήα σχολείο ως την πέμπτη τάξη του Δημοτικού. Στο σχολείο είχε καμιά εξηνταριά μωρά. Είχεν μια δασκάλα που την Ζώδια, πολλά καλή δασκάλα.
Είχα 3 τσούρες τζαι έπιανα 9 οκκάδες γάλα. Εσμίαμεν το με τες γειτονιές με το γυρίν. Είχαμε χωράφκια, είχαμε περιουσία: Ελιές, χωράφκια. Ύστερα που τελείωσε ο αγώνας εσυνέχισε την δουλειά του. Ο άντρας μου ήταν καλός τεχνίτης. Ετραβήσαμε πολλές δυσκολίες τζείνα τα χρόνια.
👉Ο σύζυγος της κ.Ερατούς μετά τον αγώνα έφυγε και πήγε στην Λιβύη για δουλειά. Είχε σκοπό να πάει για ένα χρόνο για να φτιάξουν το σπίτι τους, αλλά τελικά έμεινε 25 χρόνια.
▪️ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΕΟΚΑ
Ο Κάρυος ήταν που το Αυκόρου(1) τζαι επιάσαν τον στα Κοκκινοχώρια και εφέραν τον στα κρατητήτρια της Κοκκινοτριμιθιάς. Εκατάφερε τζαι έφυε που τα κρατητήρια. Έχει και οικογένεια, κάποτε στην τηλεόραση μιλούν για την οικογένεια του. Όταν ετέλειωσε ο αγώνας επήραν μας και φιλοξενήσαν μας (στο Αυγόρου). …Που λες, έσκασε το που την Κοκκινοτριμιθιά και εφέραν τον έσσω μου. Εφέραν τον που τον ποταμό. Εστέκαν κάτω που την ελιά δαμέ πουκάτω με τον άντρα μου και περίμεναν να φύγουν οι γεναίτζιες που την βρύση να τον φέρει έσσω μας.
Στην βρύση ήταν η μακαρίτισσα η Μαριάννα. Είχεν έναν χούι, άμα ήταν η σειρά της στην βρύση να βάλει νερό εν άφηνε τες άλλες γεναίτζιες να πιάσιν νερό. Έβαζε τον τενεκέ της πουκάτω τζαι επεριμέναν οι άλλες γεναίτζεις να τελειώσει.
Σε κάποια φάση νευρίασε ο άντρας μου να περιμένει και είπε του “’Ελα πάνω”. Εγώ έκλαια, εκρατούσα και τον Στέλιο μου 6 μηνών. Η Μαριάννα εκράτα τον ττενεκκέ της και μάλλον δεν τον είδε. Την νύκτα εφώναξε ο άντρας μου του μακαρίτη του Κούσπαρου του Χρίστου τζαι είπε του “Κουμπάρε έτσι και έτσι μίλα της (Μαριάννας), γιατί αν ακουστεί τίποτες, εν τζαι θέλεις να σου πω εγιώ τι εν να γενεί”. (Του είπε ότι έχουν κρημμένο τον Κάρυο και τον προειδοποίησε να μην μιλήσει η Μαριάννα διότι θα έμπλεκαν όλοι με τους Άγγλους).
Είχαμε τον έσσω μας 15 μέρες μαζί με τους άλλους και ύστερα ήρτε και ο Κασίνης. Αρχηγός ήταν ο Κασίνης, ύστερα ήρτεν ο Κόσιης. Ύστερα επήαν στον Αστρομερίτη για να πέψουν τον Κάριο στον τόπο του. Στον Αστρομερίτη είχαν άλλο σπίτι που πηγαίναν οι καταζητούμενοι (αντάρτες). Ήταν το γνωστό κέντρο ο “Βοσκός”. Ώσπου να τα κανονίσουν επροδώσαν τους και επερικυκλώσαν τους οι Εγγλέζοι. Τζαι εππήδησε που το παράθυρο ο Κάριος αλλά επιάσαν τον. Επιάσαν και τον Κασίνη και ο Κασίνης επειδή ήταν καιρό καταζητούμενος είπε ότι ήταν ο Αγγελίδης για να πιάσει πιο λίγη ποινή διότι δεν ήταν πολύ καιρό καταζητούμενος. Ο Αγγελίδης ήταν ανήλικος μαθητής και στις φυλακές επήγαινε και η οικογένεια του Αγγελίδη και έβλεπαν τον (για να ξεγελάσουν τους Άγγλους ότι όντως αυτός που σύλλαβαν είναι ο Αγγελίδης). Επιάστηκε εκείνη την μέρα ο Κασίνης και τον Κάρυο εσκοτώσαν τον, επαίξαν τον οι Εγγλέζοι. Επιάσαν τον Κασίνη (για Αγγελίδη) εβασανίσαν τον τζαι κάμποσο και ύστερα ήρτεν ο Κόσιης δαμέσα (σπίτι μας) ώσπου τζαι ετέλειωσεν ο αγώνας.
Για να καταλάβεις, ο δρόμος δαμέ στο χωρκό ήταν ούλλο πέτρες, η γειτονιά είχεν καμιά δεκαρκά (10) κοπελούθκια. Εσυνάουνταν τζιαμέ στην εκκλησία και επαίζαν ππιριλιά. Όσον τζαι εθωρούσαν τον οι μιτσιοί τον Κκόσιη, ενομίζαν ότι εν κανένας Τούρκος. Ο Σωτήρης μου ήταν δημοτικό, τζαι εφοάτουν (διότι ήξερε ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που οι άλλοι δεν ήξεραν.) Όμως, είπε του ο Κόσιης να μεν πει τίποτε διότι εννα πιάν τζαι την μάνα του τζαι τον τζύρη του αν μάθουν τίποτε (οι Άγγλοι). Τότες που είχαμε τους καταζητούμενους εν είχαμε νερό έσσω, για τίποτε άλλο.
Την νύκτα εβράζαμε νερό να τους πάρουμε στα κατώγια. Κουβαλούσαμε το νερό βραστό στο κατώι τζαι επροσέχαμε να μεν μας δει κανένας, μετά το σιωνώναμε πριν μας δούσιν. Τα ρούχα τους επλύνησκα τα στο σιέρι, τζαι πριν να ξημερώσει έπρεπε να τα συνάξω. Ήρτεν η νύφη μου η Ιουλία του Χαμπή μια μέρα τζαι λαλεί μου “Κόρη, μα πόσα γάλατα ήπιατε τζαι εν η βούρνα γεμάτη;” Και της είπα τζαι εγώ ότι είχα δουλειές και δεν εκαθάρισα την βούρνα που την προηγούμενη μέρα.
Μια άλλη μέρα είχα ξεχάσει ρούχα πάνω στο ττέλι και με ρώτησε πάλι “Κόρη, μα ο Χρήστος φορεί ρούχα στρατιωτικά;” “Εεε μια μέρα ήθελε να πάει στα χωράφια και τα φόρεσε”, είπα της.
Μπορεί να είχαμε και 10-15 πλάσματα στο σπίτι. Στον πολύ καιρό είπαν να παν να κάνουν κρυσφήγετο πάνω που εν τα “πιάθκια”, πάνω που εν τω σπίτι του Νεοκλή, εν τα “Πιάθκια”. Άρεσε τους ένας τόπος και επήαν να το φκάλουν. Η Γιαννατζίνα (ήταν τα σπίτια της δίπλα που της Φανούς), έφκαλε το κοπάι γυρώ και είδεν τους που το εφκάλαν. Η Φανού τότε έραφκε τζαι είχε μαθήτριες. Επήε η Γιαννατζίνα και είπε το της Φανούς. Τζαι που τζιαμέ, κάποιος άλλος το άκουσε τζαι είπε το πάρακατω. Ακούστηκε η κουβέντα ότι ο “Τάδε” το διέδωσε στο χωριό. Και έφτασε στα αυτιά του Κόσιη, ο οποίος ήθελε να τον σκοτώσει που εδιέδωσεν το μυστικό. Έκλαια και εκρατούσα το μωρό και παρακαλούσα τον Κκόσσιη να μην κάνει κάτι για να πάει πάσα κακό. Ο Κόσης μου είπε “κ Ερατώ, να ξέρεις, αν γίνει τίποτε εσού εν να έχεις την ευθύνη”. Εγιώ έκλαια. Αφού έφτασε τζαι εφανερώθηκε εν το εσυνεχίσαν το κρησφύγετο τζιαμέ. Επήαν τζαι εφκάλαν το τζιαμέ στον μύλο του Ρούσου.
Που τον ποταμό εσσιει ένα αρκάτζι που έρκεται πάνω, πριν να ξεβούμε το ανήφορο. Εκεί είχε τα χωράφκια του ο Στιλλής ο Ζέβλας, ο μουχτάρης. Εφκάλαν το κρυσφήγετο τζειμέσα. Εφκάλαν λάκκο ελάλε μου ο άντρας μου, εφκάλαν τον μεγάλο. Επηαίνναν ούλλη νύκτα τζαι τα χώματα εστρώναν τα να μεν φαίνονται. Τζαι ύστερα επάησιν να φέρουν σανίθκια τζαι βολίτζια για να το στεγάσουν. Εφέραν τα με αυτοκίνητο τα βολίτζια κοντά μας γιατί ο άντρας μου ήταν πελεκάνος τζαι αν ερώταν κανένας. Ίντα που εν να πούσιν του πελεκάνου; Τέλοσπαντων, ετελειώσαν το κρυσφύγετο, εβάλαν τζαι πράματα μέσα να μαεϊρεύκουν τζαι ήταν να τους πέρνουν πράματα άμα τα ελύφκουνταν.
Εμείναν μέσα μόνο θκυό νύκτες. Ύστερα επιάστην ο τροφοδότης της Ζώδιας και επρόδωσε το κρυσφύγετο. Ευτυχώς εν είχε κανένα μέσα τζαι ήρταν τζαι ανατινάξαν το, τζαι εμείς μαράζια και κλάματα να μεν μας μολοΐσουν. Ευτυχώς εν μας μολοΐσαν εμάς. Τζαι εμείς εν εξέραμεν τα ονόματα τους (τα ονόματα των ανταρτών ή κάποιων άλλων που φιλοξενούσαν.
Μια μέρα ο ένας εκατέβην που το κατώι μας κάτω να πάει τουαλέττα τζαι ήθελε ενα πλάσμα να συντίσιει τζαι είπε μου ήταν που τον Πύρκο τζαι ότι είχε και αυτός ένα μωρό σαν το δικό μου. Μετά που τους επιάσαν καταζητούμενους τζαι επήαμε τζιαμέ στο παλιό το νοσοκομείο που ήταν απέναντι η βουλή, εσυνάχτηκαν όλοι εκεί και ήρτεν και αγκάλιασεν με και ευχαρίστησε με εμένα και τον άντρα μου. Τζαι είπε μου τωρά να σου πω τζαι το όνομα μου, είμαι ο Δημήτρης ο Κουταλιανός.
🔹️Αυτά περίπου ήταν τα λεγόμενα της κ Ερατούς για της μέρες εκείνες του Αγώνα.
🙏Την ευχαριστούμε θερμά που μας υποδέκτηκε και μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για να μάθουν την ιστορία και οι νέες γενιές. Θα ήταν ωραία να μαθαίναμε και άλλα για τους αντάρτες που φιλοξενούσε η κ. Ερατώ και η οικογένεια της και τι απέγιναν τελικά, όπως επίσης και την τοποθεσία του κρυσφύγετου.
Αν κάποιος ξέρει κάποιες πληροφορίες να επικοινωνήσει μαζί μας για να τις καταγράψουμε.