Ένα κείμενο για τη φυγή της οικογένειάς του από το Καλό Χωριό Καπούτι, έγραψε και δημοσίευσε ο Άνδρος Π. Ευαγόρου. Το κείμενο γράφτηκε στις 15 Αυγούστου, ημέρα την οποία εγκαταλήφθηκε το χωριό λόγω των πολεμικών συγκρούσεων.
Ως φόρος τιμής προς τους πρόσφυγες της περιοχής μας, αναδημοσιεύεται αυτούσιο:
Ήταν η γιορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας, μια μέρα που στο χωριό μας, το Καλό Χωριό Καπούτι, πάντα ντύνονταν με γιορτινά. Εγώ μόλις είχα τελειώσει την πρώτη τάξη στο Α’ Γυμνάσιο Μόρφου και περίμενα με ανυπομονησία τον Σεπτέμβρη για να μπω στη Δευτέρα.
Το τελευταίο μου μπάνιο στη θάλασσα είχε γίνει λίγες μέρες πριν την εισβολή, στην Αιρκότισσα, μαζί με τον φίλο μου τον Ανδρίκκο τον Μαυρή – πήγαμε και γυρίσαμε με οτοστόπ, γεμάτοι αφέλεια και χαρά, χωρίς να φανταζόμαστε τι ερχόταν.
Μετά την πρώτη εισβολή και την οπισθοχώρηση του στρατού, στρατιώτες μας (λόχος ή τάγμα δεν ξέρω) είχαν στρατοπεδεύσει στο μικρό δασάκι της Παξατζιήνας, απέναντι από το δημοτικό σχολείο. Το βράδυ της 14ης Αυγούστου, ο στρατός έφυγε. Τους ακολούθησαν όλοι οι Καπουδιώτες, αλλά εμείς δεν πήραμε είδηση – το σπίτι μας ήταν το τελευταίο του χωριού, κοντά στο δρόμο για την Κερύνεια. Δεν είχαμε αμάξι κι ούτε μας φώναξε κανείς.
Το πρωί της 15ης ξύπνησα, φόρεσα το καινούριο μου κοστούμι – δώρο του νονού μου, του Κώστα Γαβριήλ, που κάθε χρόνο μου χάριζε κι από ένα – και ξεκίνησα για την εκκλησία. Από την πάνω γειτονιά ως την κάτω, δεν συνάντησα ψυχή Θεού. Σκέφτηκα πως είχαν μαζευτεί όλοι στον Άγιο Γεώργιο. Όμως η εκκλησία ήταν κλειστή και διπλοαμπαρωμένη.
Με απορία γύρισα προς το σπίτι. Πέρασα από της θείας Αναστασίας – κανείς. Στου παππού Κολλύφα – ούτε κι αυτός εκεί. Όταν έφτασα σπίτι, είπα στον πατέρα μου:
— «Παπά, στο χωριό δεν είναι κανείς».
Εκείνος πήγε προς τα καφενεία να δει τι γίνεται. Όλη μέρα τα τουρκικά αεροπλάνα πετούσαν από πάνω μας, βομβαρδίζοντας τη Σκυλλούρα. Αργότερα έμαθα πως οι μάχες εκεί μας έσωσαν – οι Τούρκοι δεν πέρασαν από το Καπούτι για τη Μόρφου, αλλά έκαναν τον γύρο από τη Σκυλλούρα.
Κάποια στιγμή, είδα ένα τουρκικό αεροπλάνο να πετάει χαμηλά. Έβλεπα καθαρά τον πιλότο. Από την ουρά του έβγαινε καπνός. Φώναξα στη μάνα μου, Παναγιώτα, και στην αδερφή μου, Γεωργία… θα πέσει πάνω μας!! Τρέξαμε στην μπροστινή αυλή, που έβλεπε το σχολείο. Το αεροπλάνο πέρασε πάνω από τη στέγη μας και πάνω από το σχολείο. Έριξε το φορτίο του (για να κερδίσει ύψος) στην πίσω μεριά του σχολείου στην καυκάλλα – δύο τεράστιες βόμβες ναπάλμ, έμοιαζαν σαν μεγάλοι κύλινδροι γκαζιού. Εκεί άνοιξε ένας κρατήρας, που αργότερα επιχώματωσαν οι Τούρκοι και έφτιαξαν ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Αργά το δείλις, ο πατέρας γύρισε και μας είπε πως έφυγαν όλοι. Στη μάντρα του Κάσινου είχαν συγκεντρωθεί τρεις οικογένειες. Εκεί ήταν καμιά δωδεκαριά στρατιώτες με τον Αξιωματικό τους που οπισθοχωρούσαν. Ήταν ένας Κύπριος λοχαγός και ένα κόκκινο φορτηγό επίταξης. Εγώ είχα ήδη μια βαλίτσα έτοιμη από την πρώτη φυγή μας στο Νικητάρι – με ρούχα για όλους, «για παν ενδεχόμενο» από την πρώτη εισβολή.
Ο λοχαγός έδωσε εντολή στον οδηγό να πετάξει το όπλο του (ένα ΣΤΕΝ) και να βγάλει τα στρατιωτικά και να μείνει με τα πολιτικά, για να φανεί πως είμαστε πολίτες αν περνούσαμε από κατεχόμενη περιοχή. Μπήκαμε όλοι στην καρότσα του φορτηγού και πήραμε το δρόμο μέσω Μόρφου. Οι δρόμοι άδειοι, έρημοι, σαν να είχε σβήσει η ζωή από την πόλη. Εντύπωση μου έκανε που περάσαμε κι από μονόδρομο… και τι δεν σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή.
Από εκεί συνεχίσαμε για Αστρομερίτη, Κακοπετριά και Καρβουνά. Στο ανοιχτό πίσω μέρος του φορτηγού έκανε παγωνιά – μια οικογένεια μας έδωσε κουβέρτα. Κατηφορήσαμε για Λεμεσό χωρίς να μπούμε στη πόλη. Στην Παρεκκλησιά, χωριό του οδηγού, φτάσαμε γύρω στη μία τα ξημερώματα της 16ης Αυγούστου. Στο δημοτικό σχολείο μάς έφεραν κουβέρτες, ψωμί, χαλλούμι και καρπούζι – φιλοξενία από καρδιάς, μέσα στη νύχτα, σε ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω τους όλη τους τη ζωή.
Έτσι φύγαμε από το Καπούτι, στις 15 του Αυγούστου 1974, ανήμερα της Παναγίας. Κουβαλώντας μόνο μια βαλίτσα, λίγα ρούχα και τις αναμνήσεις από έναν τόπο που από τότε έμεινε μακριά, αλλά ποτέ δεν έσβησε μέσα μας.
Σαν επίλογος… 15 Αυγούστου 1974. Η γιορτή της Παναγίας. Στο Καλό Χωριό Καπούτι ξημέρωνε αλλιώς εκείνη η μέρα∙ χωρίς καμπάνες, χωρίς κόσμο, χωρίς γιορτή. Μόνο ο ήχος των τουρκικών αεροπλάνων και η σιωπή των άδειων σπιτιών. Μέσα σε λίγες ώρες, η οικογένειά μου άφησε πίσω πατρικό, χωράφια, μνήμες, κι έφυγε προς το άγνωστο με ένα κόκκινο φορτηγό και μια βαλίτσα για όλη μας τη ζωή. Ήταν η αρχή της προσφυγιάς μας.