Τό σταυρικό του νιόκοφτο ξύλο εὐωδάει σάν κρῖνος
Γράφει ο Γιάννης Πεγειώτης
Η Σταυροαναστάσιμη ποίηση και μαρτυρία του Γιάννη Κ. Παπαδοπούλου
Ακούμε την παλλόμενη φωνή του λυρισμού του Γιάννη Παπαδοπουλου, Παλλόμενη από την πίστη και τη συντριβή, να φθάνει στους πιο υψηλούς της τόνους σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση.
Ο ποιητής Γιάννης Κ. Παπαδοπουλος συνομιλεί συχνά με την Μεγάλη Εβδομάδα στο έργο του. Συνηθως εν μετάνοια ζυγίζει ταπεινά τον βίον του,τους αγώνες και τα όνειρα του. Στο ποίημα του ΠΟΡΟΣ γράφει μεταμελημενος με εκείνη την αδιόρατη θλίψη της εν δοκιμασία θυσιαστικής ζωής του:
” Ἄγγελος νάμουνα ψηλά νά βγῶ νά δῶ
ποτάμια νά κυλοῦν τά φῶτα
ὅλων τῶν έπιτάφιων τῆς Ἑλλάδας,
νά πάρω τόν ἀνασασμό ἀπ’ τ’ ἀνθοστόλισμά τους.
Mείναμε μεγαλοβδομαδιάτικα χωρίς ἕνα κερί στά χέρια,
ἀμετάλαβοι.
Tά κρίματά μας εἴπαμε στόν ἄνεμο
ποὔφυγε βιαστικός χωρίς νά δώσει τό συγχώριο.
Δέ νηστέψαμε τό λάδι,
δέ νηστέψαμε τό μῖσος, τήν ἀσέλγεια.
Tά σχέδια μας καί τά ὄνειρά μας κιονόκρανα
χάμω στό δρόμο καί τά νερά τοῦ μαρμάρου πού χάνονται
σάν τῆς Ἁγιᾶς-Σοφιᾶς.”
Ο ποιητής πρωτο υμνησε τον Χριστόν και την Παναγίαν του τόπου μας από τις πρώτες δύο συλλογές του αλλά και στα πρώτα του σκιρτήματα ποιήσεως εις τη Λεμεσό και την Αθήνα όπου εσπουδασεν φιλολογιαν με επιτυχία,ζήλον και μετοχή σε εκκλησιαστικές και εθνικές πρωτοβουλίες και πρωτοπορίες της εποχής.
Αναφέρει κατατοπιστικά ο ομοτεχνος και φίλος του Ανδρέας Παστελλας με αφορμή τους δεκαπεντασύλλαβος του στίχους:
” Ο δεκαπεντασύλλαβος
παραδοσιακός στίχος και μάλιστα στη δίστιχη μορφή ομοιοκαταληξίας παραπέμπει σε παλαιότερες στιχουργικές μορφές και τεχνικές που θα μπορούσαν να αναχθούν σε μεγάλους δασκάλους του είδους (π.χ. Σολωμό) αν δεν μεσολαβούσε ο Γ. Βερίτης, του οποίου η ποίηση ακμάζει στα έντυπα και τους κύκλους των προσκειμένων στην έντονη χριστιανική κίνηση της εποχής από την οποία πέρασε και ο ποιητής την περίοδο της νεότητάς του.
Τέτοια δείγματα παραδοσιακής γραφής θα μπορούσαν να αναφερθούν τα ποιήματα Στιχηρό για την κοίμηση μιας μητέρας, Ο μικρός μαραγκός , Ο Αρκοντής . Συμπληρωματκά, αναφέρουμε πως ποιήματα αυτής της στιχουργικής τεχνικής συναντούμε και στην προηγούμενη του συλλογή, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγηθεί από την μικρότερη χρονική εγγύτητα προς τα πρότυπά του στην οποία βρίσκεται. Εκεί συναντούμε το πιο αξιόλογο επίτευγμα αυτής της τεχνικής, υπόδειγμα στιχουργικής αρτιότητας, από το οποίο αποσπούμε κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους, συγκεκριμένα την πρώτη στροφή. Πρόκειται για το ποίημα με τον τίτλο «Το κρίνο του Εικοσιένα» («Συλλογή», σ. 89):
Φτερούγες αρχαγγελικές, σαν αρμονίες χερουβικές
σκιρτήσανε στα αιθέρια
και της Παρθένας Λεφτεριάς, λαχταριστά ψηλά για μας
απλώθηκαν τα χέρια.”
Ο Παπαδόπουλος υπήρξε και ανήρ προσευχής ιδιαίτερα στα χρόνια της μαθητικής και φοιτητικής του ζωής. Σύμφωνα δε με μαρτυρία του Τομεάρχη και συναγωνιστή του Δήμου Χατζημιλτη ουδέποτε είδε άλλον άνθρωπο με τόσην ένταση προσευχόμενο όσον τον ποιητήν του Αγώνος Γιάννη Κ.Παπαδοπουλο στις ώρες των δυσκολιών της Επαναστάσεως της ΕΟΚΑ.
Μία πολύ πρωτότυπη προσευχή του είναι από μόνον του το ποίημα Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ:
“Λιοφόρια τῆς Ἱερουσαλήμ, τοῦ Tαύρου έλατοβούνια,
κέδρα τῆς Kύπρου μύρωσαν τά ὄνειρά του στήν κούνια.
Σέ πριονίδι εὐωδιαστό ὁ ἱδρώς τώρα σταλάζει,
τές ἁπαλές τές φοῦχτες του ὁ μόχτος χαρακιάζει.
Ἀπ’ τό ρουκάνι τό γοργό λευκές κορδέλλες βγαίνουν,
μαλλιά σάν κλῶνοι γιασεμιοῦ στήν ὄψη κατεβαίνουν.
Στοῦ πρωτομάστορα τή σκιά τά μάτια μελισσεύουν
καί παιγνιδίζουνε ὅλο φῶς καί τή ζωή μερεύουν.
Bογγᾶ τό πριόνι σάν περνᾶ τά ροζιασμένα ξύλα,
ξυπνοῦν τοῦ δάσους μουσικές, σταυρῶν ἀνατριχίλα.
Tοῦ πηγαδιοῦ τό ζωντανό νερό φέρνει σέ στάμνα
κοκκινοχείλα κι’ ἔκλεισε τό στόμα της μέ θάμνα.
– Mάστορα, πρωτομάστορα, παραγγελιά σοῦ ἀφήνω
νά φτιάξει τοῦτο τό παιδί κι’ ὅσα ζητήσεις δίνω.
Ἕνα τραπέζι τοῦ φτωχοῦ πού τό ψωμί πληθαίνει,
ἕνα ἀργαλειό τῆς ὀρφανῆς τήν προίκα της νά ὑφαίνει.
Γι’ αὐτούς πού κοίτονται ἄρρωστοι χρόνους ἕνα κρεββάτι
καί μιά κουβέντα του γλυκειά: «Ἆρον καί περιπάτει».
Ἕνα καράβι ἀβύθιστο σ’ ὅλες τές τραμουντάνες
νά πάψουν νά μαυροφοροῦν πικρά χῆρες καί μάνες.
Tόν ἄνεμο τόν πιό τρελλό ξέρει νά τόν μαλλώνει
κι’ αὐτός τοῦ ἀκούει καί στούς γιαλούς γαλήνης λάδι ἁπλώνει.
Nά μοῦ σκαλίσει ἕνα ἄγγελο μέ τά φτερά ἀνοιγμένα
πού νά πετᾶ νά παίζουνε ὅσα παιδιά εἶν’ θλιμμένα.
Kύρ-μαραγκέ, πολλά ζητῶ, μά δέν ἀρνιέται Ἐκεῖνος,
τό σταυρικό του νιόκοφτο ξύλο εὐωδάει σάν κρῖνος ”
Πίσω από την προσευχή και την πίστη του στον Ανασταντα Κύριον κρύβεται η θυσιαστική του ενάρετη μάνα που τόσον υμνησε. Ο δάσκαλος και πνευματικός του οδηγός πατήρ Σολομών Παναγιδης του οποίου την συνοδοιπόροι και πρωτοπορία παρουσιάζει επιτυχημένα σε ένα κορυφαίο πεζό του
Τον εξυμνεί περίτεχνα ο πρόωρα χαμένος ποιητής και πεζογράφος σε ένα από τα διηγήματά του, πλέκοντας συνάμα και το εγκώμιο των μαθητών και των ακολούθων του:
«Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε ξυπνήσει τις συνειδήσεις και κυλούσε και στην Κύπρο ένα ρεύμα δροσερό να ξεδιψάσει τα αποσταμένα αγρινά, τα κυνηγημένα από τους λύκους του υλισμού. Δροσίζονταν πολλοί σε μια «στραταρκά» που άπλωνε πάνω στις κληματίδες η παλιά, η αληθινή άμπελος, το περιφρονημένο γεράμπελο που πετάει ψαλίδια και βλαστούς και τσαμπιά σαν αστερισμούς.
Φτιάχναν ακόμα τότε στα χωριά μας ασκούς και τους γέμιζαν όχι με ανέμους κι αιολικούς λόγους μα με κρασί. Εκείνο το καινούριο κρασί που δεν το βάζουν στα παλιά με το σκισμένο, πισσωμένο πετσί μα σε καινούρια κι ήταν το κρασί θεϊκή κοινωνία, αίμα Θεού και ο πρωτομάστορας ασκάς ήταν στην πόλη ένας παπάς σοφός που μεγάλωνε μια γενιά να δεχτεί να μεταφέρει τον υγρό θησαυρό να πιούνε οι πάντες απ’ αυτόν και να ζήσουν κι αν ακόμα πεθάνουν.
Τέτοιο ζυμάρι βρέθηκε έτοιμο στην Κύπρο να κάνει η Λευτεριά τες πασχαλιάτικες φλαούνες της. Νέοι και νέες θρησκευτικών συλλόγων στελέχωσαν τες περισσότερες ομάδες, ανέβηκαν στην αγχόνη, περιγελούσαν το θάνατο και τα βασανιστήρια.
Ότι μεγάλο πιστέψανε δεν ήτανε μόνο να ενωθούνε με μια στεριά, όσο φωτεινή, ό,τι παλαβό, πιστέψανε αυτοί οι μικροί, οι «μωροί δια Χριστόν» ήταν πως μπορούσανε να αλλάξουνε τον κόσμο πουλώντας ένα περιοδικό, τραγουδώντας στους τραυματίες και τους φυματικούς, για μια πράξη μυστική καλοσύνης, δίνοντας μάχες, για να βρούνε την ανθρωπιά τους.”
Την ανωτέρω ομολογία του ποιητή συμπληρώνει με ευστοχο τρόπο ο ποιητής Αντρέας Παστελλας στην εισαγωγή της τελευταίας συλλογής του Παπαδόπουλου ΑΠΩ ΑΓΑΠΗ :” Βάζοντας ακόμα μια πινελιά στη σκιαγραφία της προσωπι-
κότητάς του θα προσθέταμε στα όσα επισημάναμε πιο πάνω
ότι ο ποιητής δεν ξεχνά ποτέ ότι είναι πιστός με τις καταβολές
της νεότητάς του. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Ιλασμός
του Στρασβούργου« (σ. 77). Επί τόπου γραμμένο, όπως υπο-
σημειώνεται στις 24/7/1978. Ακούμε την παλλόμενη φωνή του
λυρισμού του, παλλόμενη από την πίστη και τη συντριβή να
φθάνει στους πιο υψηλούς της τόνους σε μια εκ βαθέων εξομο-
λόγηση.
Γονατιστός παρακαλώ σ’ αυτή την κολώνα
των πεπρωμένων αγγέλων, μετρώ τες ώρες που
μένουν,
δεν έκαμα τίποτε, τίποτε.
Ιλάσθητί μου, Κύριε, τώρα που το μεγάλο ρολόι
θα κτυπήσει 12 και θα βγούνε οι παλιές φιγούρες
και θα σημάνουν οι σάλπιγγες.”
Στο ποίημα ΑΝΔΡΕΑΣ γραμμένο στο μοναστήρι του προ της Εισβολής των Τούρκων ο ποιητής εκφράζει νομίζω όλους τους Έλληνες μα προπαντός τους Κυπριωτες Έλληνες που τον αγάπησαν τον Χριστό έστω με τις δυσκολίες και τα λάθη τους.Εκφραζει με μια προσευχή στο τέλος του όμορφου ποιήματος τον ελληνικό πόθο Αναστάσεως μετανοίας και επιστροφής:”
Ἐσένα πού Σέ φτάνουν τά μικρά κέρινα χεράκια τῶν φτωχῶν,
τ’ ἀγαλματάκια ἀπό κερήθρα καί ἀπό δυό φασόλια μαυρομά-
τικα γιά μάτια
πού ὁ Σταυρός Σου ἤτανε δυό κορμοί Πατραϊκοῦ αἰῶνα.
Μόνο Σ’ ἀφήσαμε σ’ ἕνα μοναστήρι χωρίς μοναχούς
κι’ ὅλοι πιά ὁλομόναχοι ζοῦμε στή λυπησούρα τοῦ κόσμου.
Καλέ μας, Ἀντρέα, στάσου στό περιγιάλι τῆς Κύπρου
καβαλάρης σάν τότες πού κυνηγούσες τούς Σκλαβήνους.
Μίλησε ξανά στό Χριστό
–εἴχες, Ἐσύ, πρωτόφωτο, τό θάρρος Του–
γιά τούς Ἕλληνες πού θέλουν νά Τόν γνωρίσουν”
Ο ποιητής Παπαδόπουλος εζησε τρία χρόνια προσευχόμενος αντάρτης πόλεως. Καταζητούμενός στο WANTED MEN OF CYPRUS. Δεινός συντάκτης σε όλο τον παράνομο τύπο της ΕΟΚΑ. Έλοιωσε κυριολεκτικά μες την καταδίωξη των Εγγλέζων. Τριαντα εξι μήνες απο σπίτι σε σπίτι, κρύπτη σε κρύπτη, κρησφύγετό και κρυψώνα με το κονδύλι και την Καινή Διαθήκη στα φτωχικά του σύνεργα. Με τον Κύριο πορευόμενος. Αγαπούσε τους χωρικούς Κυπριώτες ,την Κύπρο, την Ελευθερία της, την Αυτοδιάθεσή. Ήταν φιλαλήθης και μετριόπαθής. Διάβαζε τον Μακρυγιάννη απ τα χρόνια του πενήντα. Προείπε απο το τελός του Αγώνα τι μας περίμενε, τη διχόνοια που ερχόταν. Τους τάφούς των μαρτύρων που θάμεναν χωρίς νερό χωρίς ένα χέρι συντροφικό.
Μα παρέμεινε κυρίως ο ευγενής ελεύθερος ακόλουθος του Εσταυρωμένου και Ανασταντος Κυρίου μας και των Αποστόλων του και του αγαπητού Αποστόλου Ανδρέα .Του Αποστόλου που του ψιθυρίζει ενός :” Τ’ ἄναυδα βράχια στήν τρικυμία Σοῦ τραδουδοῦνε
Στ’ ἀκρωτήρι Σου ὅπου ἡ γῆ μας πρωτοδέχεται
τούς καινούργιους σπόρους πού ταξιδεύουν,
ὅπου καλωσορίζει τά φιλαπόδημα πουλιά.
Κάποτε οἱ ποιητάρηδες ἀρχίζανε μέ Σένα τά τραγούδια τους,
Ἀπόστολε Ἀντρεα μου, ποὗσαι στό παραγιάλι
καί λύνανε τό μαντήλι οἱ χωριάτισσές μας
τό τελευταῖο σου θάμα ν’ ἀγοράσουν.
Τάμα Σου κόβαν τά βρουλλιά τους οἱ κοπέλλες.
Ἄν φωνάξεις στούς δρόμους μας, Ἀντρέα,
ὁ ἕνας στούς τρεῖς θ’ ἀποκριθῆ.
Πρωτομαγιάτικη μπόρα μ’ ἔφερε προσκυνητή Σου,
Πρωτάγγελε, πρωτόκαρπε καί πρωτοκαπετάνιε.
στον κάβο τοῦ Καλοῦ μας Ἀντρέα
οἱ στοχασμοί μου ἀνέμελα πηδοῦν
σάν ἀφρόψαρα οὐρανόφθαλμα πάνω ἀπό τούς γιαλούς Του.
στούς χαμηλούς πυκνόκλαδους ἀόρατους,
στά περιβολοχώραφα γυρεύω τήν παιδική μου πίστη,
ρωτῶ τούς βοσκούς νά μοῦ ποῦνε τά ὀνόματα
τῶν λουλουδιῶν πού σκέπασαν τά σκίνα,
ἴσως βρῶ τό λευκό μελισςᾶτο ν’ ἀνθεῖ.
Καβάντζαρες νησίδες, κλειδιά ἑνός πιό ὄμορφου κόσμου
κι’ εἶχες κερί στ’ αὐτιά νά μήν ἀκούσεις
εἰδωλικό τό γέλιο τῆς Ἀκραίας Ἀφροδίτης.
Μιά Τιβεριάδα καινούργια ἐδῶ βρῆκες,
Στόν μέσα γιαλό τῆς ψυχῆς.
Πρόσωπο καλοσήμαδο καί Σέ θυμοῦνται
πυκνόφρυδο καί πλατυμέτωπο, ἀχτένιστο, διχαλογένη,
ψηλό, σκυφτό, ἡλιοκαμένο καί ξυπόλητο
νά πηδᾶς ὁπρωτοκάραβος στόν θαλασσόβραχο
καί ν’ ἀναβλύζουν δυό πηγές ἐκεῖ πού πάτησες
καί νά σημαίνουνε οἱ θαλασσοσπηλιές χαρούσιμες
σάν τές ὀχτακόσιες Σκωτσέζικες ἐκκλησιές Σου,
πρωτόμαχε, πρωτόρριζε καί πρωτοκαλεσμένε
καί πρωτοχτίστη τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς.
Ἅγιε τῶν ταξιδευτῶν,
Ἅγιε τῶν φτωχῶν ταξιτζήδων
πού ὅταν, ὅλη μερούλα στό τιμόνι, νυστάζουν,
τό πιάνεις Ἐσύ
πού γαληνεύεις τούς γιαλούς, στέλνεις τόν ὄμβρο
γιατρεύεις ἄλαλα, πού βρίσκεις τούς χαμένους γιούς,
Ἐσεῖς ὅλοι ξέρατε γιατί ταξιδεύατε,
γιατί σκαρφάλωσες στόν Καύκασο,
γιατί ἀνάπλεες τόν Δνείπερο,
γιατί μιλοῦσες γιά μιά ὁλοπόρφυρη πρωτομαγιά,
γιά ἕνα εἰκοσιτετράωρο τῆς ἀγάπης.”
Ο ποιητής της αιώνιας Αγάπης μας αποχαιρετάει πασχαλινά με ένα στιχηρο στον Ευαγγελιστή Ιωάννη που τόσο αγάπησε και συντρόφεψε σε δύσκολους καιρούς γραμμένο στην Πάτμο το έτος χίλια εννιακοσια ογδόντα ένα:” Ὅταν φέρανε ἐδῶ τόν Ἅη-Γιάννη
δέν εἶχε κρατήσει δωμάτιο, δέν τόν βοήθησε ἡ τουριστική
ἀστυνομία.
Tόν πέταξαν έξόριστο, κοιμήθηκε τό πρῶτο βράδυ
σ’ αὐτά τά βότσαλα, στήν έρημη κι’ ἄνυδρη γῆ.
Tήν αὐγή σκαρφάλωσε καί βρῆκε τούτη τή σπηλιά
κι’ ἔρχεται κάθε τόσο ἀκόμα καί κοιμᾶται
κι’ ἔρχεται κάθε τόσο γιά νά γράψει στό πεζούλι.
Δέν εἶναι τό μελτέμι πού περνᾶ καί τρίζουν οἱ κλειδωμένες θύρες
δέν εἶναι ψιχάλες ἀπό τά κύματα
εἶναι τά χέρια του πού ἀνεμίζουν κι’ εὐλογοῦνε:
«Tεκνία, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καί κλαίει.
Αυτό το χνάρι για τον αδικημένο ποιητή την πίστη του στον Ανασταντα Κύριο θέλησα να σας ιστορησω πασχαλινά ως υπόμνηση πως του Κυρίου μας ” Τό σταυρικό του νιόκοφτο ξύλο εὐωδάει σάν κρῖνος ” και πως Ανέστη Χριστός και ” Εκείνο το καινούριο κρασί που δεν το βάζουν στα παλιά με το σκισμένο, πισσωμένο πετσί μα σε καινούρια κι ειναι το κρασί θεϊκή κοινωνία, αίμα Θεού και ο πρωτομάστορας ασκάς ήταν στην πόλη ένας παπάς σοφός που μεγάλωνε μια γενιά να δεχτεί……. να μεταφέρει τον υγρό θησαυρό να πιούνε οι πάντες απ’ αυτόν και να ζήσουν κι αν ακόμα πεθάνουν.”