Συνέντευξη: Γιώργος Τάττης
Ο Χρίστος Περιστιάνης είναι ακαδημαϊκός και κοινωνικός επιστήμονας, με καταγωγή από την κατεχόμενη Ζώδια και τον Αστρομερίτη. Η καταγωγή του και το γεγονός ότι υπήρξε πρόσφυγας/εκτοπισμένος δεύτερης γενεάς, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τρόπο που διαμόρφωσε τη ζωή και τις πραγματικότητές του. Έτσι, παρά τα πολλά χρόνια που έζησε στο εξωτερικό, η διδακτορική του διατριβή είχε άμεση σχέση με το πως γίνεται αντιληπτή ή βιώνεται η σχέση του ανθρώπου με τον τόπο και με την οικογένεια, λαμβάνοντας υπόψη πάντα το τι διαμεσολάβησε. Την προσφυγιά των Κυπρίων και τις μετέπειτα δραστικές οικονομικές και πολιτικές μεταβολές.
Διαβάζοντας τη συνέντευξη μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τους τρόπους με τους οποίους μεταφέρεται η μνήμη του «χαμένου» τόπου, η ταυτότητα του πρόσφυγα, αλλά και η εγγενής σχέση με το τοπίο και τον χώρο. Η εφημερίδα Δυτική Λευκωσία δεν θα μπορούσε παρά να αναδείξει αυτές τις πτυχές, καθώς η διαιρετική πράσινη γραμμή, μοίρασε τις ζωές μας, αλλά η ενότητα του χώρου και η μνήμη παραμένει, τόσο πολιτικά όσο και αισθητηριακά.
Πες μας αρχικά ποια είναι η καταγωγή σου και με τι ασχολείσαι;
Γεννήθηκα στη Λευκωσία, αλλά οι γονείς μου κατάγονται από χωριά της επαρχίας Μόρφου· συγκεκριμένα, ο πατέρας μου από τον Αστρομερίτη και η μητέρα μου από την κατεχόμενη Κάτω Ζώδια. Είμαι ακαδημαϊκός και ερευνητής, με ειδίκευση στην Κοινωνιολογία, την Ανθρωπογεωγραφία, και την Κοινωνική και Πολιτισμική Ιστορία. Από τον Ιανουάριο του 2025, θα είμαι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μέσω του προγράμματος Ονήσιλος, το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το σχέδιο Marie Skłodowska-Curie CO-FUND. Η βάση μου θα είναι στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
Τι ακριβώς πραγματεύεται η έρευνά σου και με ποιο επιστημονικό αντικείμενο σχετίζεται;
Η έρευνά μου επικεντρώνεται στη μνήμη και τη σημασία του τόπου ως συστατικά της έννοιας του «ανήκειν» και της ταυτότητας για τους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες, με έμφαση στον θεσμό της οικογένειας. Εξετάζει δηλαδή πώς οικογένειες προσφύγων αναδημιουργούν και ανακατασκευάζουν διαγενεακά, μέσω διαφορετικών κοινωνικών πρακτικών, το αίσθημα του «ανήκειν» και τη σύνδεση της ταυτότητας με συγκεκριμένες τοποθεσίες και χώρους όπως τα γεωργικά χωράφια, το πατρικό σπίτι, η οικογενειακή επιχείρηση και τα κοινόβιο (τα σπίτια των θυγατέρων). Η μελέτη βασίζεται κυρίως στην προφορική ιστορία και την παρατήρηση ως μεθοδολογικά εργαλεία, επιχειρώντας να αναδείξει τα διαγενεακά νοήματα που αποδίδονται στον «τόπο» ως στοιχείο ταυτότητας. Δηλαδή, τα νοήματα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, με διάφορους τρόπους. Εστιάζει όχι απαραίτητα στο εθνικό συλλογικό επίπεδο, αλλά στο ενδιάμεσο, εκείνο που συνδέεται με την οικογένεια. Σημαντικό στοιχείο της έρευνάς μου αποτελεί επίσης η ένταξη αυτού του κοινωνικού φαινομένου στο πλαίσιο της έντονης κοινωνικής μεταβολής που σημειώθηκε στην Κύπρο μετά το 1974, με την έντονη αστικοποίηση και τη στροφή της οικονομίας προς τις υπηρεσίες.
Ποια ήταν τα ευρήματά σου σε σχέση με τη μεταλαμπάδευση της μνήμης και της ταυτότητάς στο συλλογικό πεδίο και δη σε αυτό της οικογένειας;
Αυτό που αναδεικνύεται μέσω της έρευνας μου είναι πως έχει υπάρξει μια μεταλαμπάδευση αυτής της σύνδεσης μεταξύ τόπου και ταυτότητας στη νεότερη γενεά που δεν ήταν απαραίτητα θελημένη ή συνειδητή από την γενεά των προσφύγων. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι αυτή η σύνδεση διαμορφώθηκε μέσα σε συνθήκες έντονης κοινωνικής αλλαγής και, πολλές φορές, σε εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα από εκείνα στα οποία μεγάλωσαν οι γονείς. Παραδείγματος χάρη, η οικογενειακή πρακτική των θυγατέρων να κτίζουν τα σπίτια τους κοντά η μία στην άλλη, πρακτική που ήταν αρκετά σημαντική στα κυπριακά χωριά κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθεί να είναι, μεταλαμπαδεύτηκε στη δεύτερη γενιά προσφύγων στην πόλη, όταν αυτές οι θυγατέρες αγόρασαν διαμερίσματα για τις δικές τους κόρες. Έτσι, ο τόπος, που είναι συνυφασμένος με έναν συγκεκριμένο τρόπο οικογενειακής ζωής και αίσθημα του «ανήκειν», αναδημιουργείται διαγενεακά, ακόμα και σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον. Με τον ίδιο τρόπο, παρατηρούμε κάποια μεταλαμπάδευση της σημασίας τοποθεσιών ή πρακτικών που συνδέονται με έναν συγκεκριμένο τόπο, όπως η γεωργία και τα γεωργικά χωράφια, στους υιούς των προσφύγων.
Ποια στοιχεία ήταν αυτά που σε εξέπληξαν ή τα βρήκες σημαντικά;
Το στοιχείο που με εξέπληξε περισσότερο στην έρευνά μου ήταν η κάπως διαφορετική αντίληψη του τόπου ανάλογα με το κοινωνικό φύλο και πώς αυτή η αντίληψη μεταλαμπαδεύτηκε και στη δεύτερη γενιά. Δηλαδή, οι άνδρες πρόσφυγες φαίνεται να μετέδωσαν μια ξεχωριστή σχέση με τη γεωργική γη στους υιούς τους, σχέση που αναγνωρίζουν και οι ίδιοι. Βέβαια, αυτή η σχέση δεν εκφράζεται απαραίτητα μέσω άμεσων κοινωνικών πρακτικών από τη δεύτερη γενιά, αλλά μπορεί να εκδηλώνεται μέσω της αναγνώρισης της σημασίας αυτών των χωραφιών με άλλους τρόπους (π.χ., ένας υιός να σπουδάσει γεωπονία ή άλλος να αναφερθεί άμεσα στη συνέντευξή του για τη σχέση του πατέρα του με τα χωράφια). Με τον ίδιο τρόπο, οι γυναίκες πρόσφυγες μετέδωσαν τη σημασία της οικογενειακής εγγύτητας και στέγασης στις κόρες τους.
Τι σημαίνει καταγωγή για εσένα; Και τι σημαίνει «πρόσφυγας» στην Κύπρο του 2024;
Δύσκολη ερώτηση. Στις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στην ανθρωπολογία της μετανάστευσης, υπήρξε μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η σύνδεση μεταξύ ανθρώπων και τόπου. Αυτή η προσπάθεια πραγματοποιήθηκε, φυσικά, στο πλαίσιο της επιδίωξης μιας «από-τραυματοποίησης» των προσφύγων, με το επιχείρημα πως δεν υπάρχει εγγενής διασύνδεση μεταξύ Άνθρωπου και τόπου. Με έναν τρόπο, αυτή η θεωρητική τάση υποστήριξε ότι οι πρόσφυγες δεν είναι θύματα των συνθηκών τους, αλλά διαθέτουν πρακτική ικανότητα και μπορούν να αναδημιουργήσουν τις ζωές τους οπουδήποτε. Ένα από τα κύρια επιχειρήματα της έρευνάς μου είναι ότι, ενώ αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει την πρακτική ικανότητα των προσφύγων, δεν έχει αναγνωρίσει τη σημασία του χώρου (και ξεχωρίζω σκόπιμα τις έννοιες του τόπου και του χώρου) στη διαδικασία αυτή. Ο χώρος είναι θεμελιώδης για τους ανθρώπους και οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες που σχετίζονται με τη μετανάστευση πρέπει να το αναγνωρίσουν.
Άρα, για να απαντήσω στο ερώτημα, καταγωγή για εμένα είναι η οικογένεια, και συγκεκριμένα η ταυτότητα της οικογένειάς μου. Εφόσον η οικογένειά μου ήταν αγρότες από την επαρχία της Μόρφου, θεωρώ τον εαυτό μου συνδεδεμένο με τη γεωργία. Επίσης, καθώς λόγω της εισβολής και της κοινωνικής μεταβολής αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω αυτόν τον τρόπο ζωής, θεωρώ και τον εαυτό μου «πρόσφυγα», όχι απαραίτητα από τον τόπο, αλλά από έναν τρόπο ζωής.
Αυτή σου η έρευνα, πως επίδρασε στη δική σου συλλογική συνείδηση;
Νομίζω ότι κάθε ερώτηση συνδέεται με το πώς ολοκλήρωσα την προηγούμενη απάντηση. Θα απαντήσω σε αυτό το ερώτημα μέσω του επίλογου σε ένα ακαδημαϊκό άρθρο που είχα γράψει πέρσι και εκδόθηκε στο περιοδικό Social & Cultural Geography: «Όλη μου η έρευνα και το ακαδημαϊκό μου έργο αποτελούν μια προσπάθεια να βρω μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο άκρα της ταυτότητας μου, του συνδέσμου «ερευνητής-αγρότης».»